ἄρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄρα αρχαία ελληνική < το συμπερασματικό, επεξηγηματικό μόριο ἄρα και το ερωτηματικό μόριο ἆρα
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ἄρα
- ο σύνδεσμος άρα στο πολυτονικό
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄρα < πιθανόν από το ἀραρίσκω
Μόριο[επεξεργασία]
ἄρα
- μόριο που κατέληξε σύνδεσμος και είχε συμπερασματική και επεξηγηματική χρήση
→ δείτε τη λέξη: ἆρα