ἄρχων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄρχων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄρχων (ουσιαστικό) - μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄρχων
- ηγέτης, κυβερνήτης
- ευγενής, προύχοντας ή αξιωματούχος
- κάποιος πλούσιος ή σημαίνον πρόσωπο
- τιμητική προσφώνηση
- ※ → δείτε παράθεμα για την κλητική στο ἄρχον
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- ἄρχον (κλητική ενικού - συγκρίνετε με το ἄρχων στην αρχαία κλίση)
- ἄρχοντες (ονομαστική πληθυντικού)
- τοὺς ἄρχοντας (αιτιατική πληθυντικού)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ὁ ἄρχων τοῦ κακοῦ (ο διάβολος)
Συγγενικά
[επεξεργασία]με ἄρχων
θέμα ἀρχοντ- → δείτε στον τύπο ἄρχοντας
→ και δείτε τη λέξη ἄρχω για θέματα με ἀρχ-
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄρχων - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.243-44 Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀ˘ρχοντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἄρχων | οἱ | ἄρχοντες | |
γενική | τοῦ | ἄρχοντος | τῶν | ἀρχόντων | |
δοτική | τῷ | ἄρχοντῐ | τοῖς | ἄρχουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἄρχοντᾰ | τοὺς | ἄρχοντᾰς | |
κλητική ὦ! | ἄρχων* | ἄρχοντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄρχοντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχόντοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Το άλφα βραχύ, όπως στο μαρτυρημένο ουδέτερο #ἄρχον. * Η κλητική ενικού, κατ'εξαίρεισιν, όπως της #Μετοχής με ωμέγα (παραβάλετε το επίθετο ἄκων). Αργότερα, και με το αναμενόμενο όμικρον για ουσιαστικά (ὦ ἄρχον#μεσαιωνικό). | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄρχων < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ἄρχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω
Μετοχή
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ἀ˘ρχοντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ἄρχων | ἡ | ἄρχουσᾰ | τὸ | ἄρχον | |
γενική | τοῦ | ἄρχοντος | τῆς | ἀρχούσης | τοῦ | ἄρχοντος | |
δοτική | τῷ | ἄρχοντῐ | τῇ | ἀρχούσῃ | τῷ | ἄρχοντῐ | |
αιτιατική | τὸν | ἄρχοντᾰ | τὴν | ἄρχουσᾰν | τὸ | ἄρχον | |
κλητική ὦ! | ἄρχων | ἄρχουσᾰ | ἄρχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ἄρχοντες | αἱ | ἄρχουσαι | τὰ | ἄρχοντᾰ | |
γενική | τῶν | ἀρχόντων | τῶν | ἀρχουσῶν | τῶν | ἀρχόντων | |
δοτική | τοῖς | ἄρχουσῐ(ν) | ταῖς | ἀρχούσαις | τοῖς | ἄρχουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | ἄρχοντᾰς | τὰς | ἀρχούσᾱς | τὰ | ἄρχοντᾰ | |
κλητική ὦ! | ἄρχοντες | ἄρχουσαι | ἄρχοντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄρχοντε | τὼ | ἀρχούσᾱ | τὼ | ἄρχοντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχόντοιν | τοῖν | ἀρχούσαιν | τοῖν | ἀρχόντοιν | |
Το άλφα βραχύ, όπως στο μαρτυρημένο ουδέτερο ἄρχον. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ἄρχων, -ουσα, ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 134
- ἐπὶ δὲ Μήδων ἀρχόντων καὶ ἦρχε τὰ ἔθνεα ἀλλήλων, συναπάντων μὲν Μῆδοι καὶ τῶν ἄγχιστα οἰκεόντων σφίσι, οὗτοι δὲ αὖ τῶν ὁμούρων, οἱ δὲ μάλα τῶν ἐχομένων. κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον καὶ οἱ Πέρσαι τιμῶσι· προέβαινε γὰρ δὴ τὸ ἔθνος ἄρχον τε καὶ ἐπιτροπεῦον.
- Από τα χρόνια ακόμη που κυρίαρχοι ήταν οι Μήδοι, οι διάφοροι λαοί του βασιλείου εξουσίαζαν ο ένας τον άλλο: οι Μήδοι όλους, και ειδικότερα αυτούς που κατοικούσαν γύρω τους, κι οι τελευταίοι με τη σειρά τους τούς γείτονές τους. Με αυτό το αναλογικό σύστημα οι Πέρσες ρυθμίζουν την υπόληψή τους για τους άλλους ανθρώπους. Γιατί και με τους Μήδους ο κάθε λαός προοδευτικά εξουσίαζε και επετρόπευε τον γείτονά του.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐπὶ δὲ Μήδων ἀρχόντων καὶ ἦρχε τὰ ἔθνεα ἀλλήλων, συναπάντων μὲν Μῆδοι καὶ τῶν ἄγχιστα οἰκεόντων σφίσι, οὗτοι δὲ αὖ τῶν ὁμούρων, οἱ δὲ μάλα τῶν ἐχομένων. κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον καὶ οἱ Πέρσαι τιμῶσι· προέβαινε γὰρ δὴ τὸ ἔθνος ἄρχον τε καὶ ἐπιτροπεῦον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 134
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄρχων, -οντος
- ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο άρχοντας, ο επικεφαλής, αυτός που ἄρχει
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος
- ⌘ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ.674-675 Ανθολογία και Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ
- άρχοντας εναντίον άρχοντα, αδελφός εναντίον αδελφού, και εχθρός εναντίον εχθρού
- ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ
- ⌘ Πέρσαι, στίχ. 73 Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πολυάνδρου δ᾽ Ἀσίας ἄρχων
- της πολυάνθρωπης Ασίας ηγέτης
- πολυάνδρου δ᾽ Ἀσίας ἄρχων
- ⌘ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ.674-675 Ανθολογία και Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος
- επίσημος τίτλος, αρχικά στην Αθήνα και στη Σπάρτη
- οἱ ἐννέα ἄρχοντες (ιδίως της Αθήνας), δηλαδή ο Ἄρχων ή ἐπώνυμος άρχων (που έδινε το όνομά του στη χρονιά), ο πολέμαρχος, ο βασιλεύς και οι έξη θεσμοθέτες
- οι έφοροι στη Σπάρτη
- οι κυβερνήτες περιοχών που ανήκαν στην Αθηναϊκή ή Δηλιακή Συμμαχία
- (ελληνιστική σημασία) ο διευθύνων συναγωγή στα πρώτα χριστιανικά χρόνια
- (ελληνιστική σημασία) ο ρωμαίος διοικητής (praefectus)
- → δείτε και το όνομα Ἄρχων
Συγγενικά
[επεξεργασία]
θέμα ἀρχ-ων- |
θέμα ἀρχοντ-
|
- → και δείτε τη λέξη ἄρχω
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄρχων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρχων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γέρων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γέρων' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γέρων' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τάσσων' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχων' (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)