ἄρχων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άρχων, αρχών, ἀρχῶν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄρχων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄρχων (ουσιαστικό) - μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄρχων

  1. ηγέτης, κυβερνήτης
  2. ευγενής, προύχοντας ή αξιωματούχος
  3. κάποιος πλούσιος ή σημαίνον πρόσωπο
  4. τιμητική προσφώνηση
    ※  → δείτε παράθεμα για την κλητική στο ἄρχον

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με ἄρχων

θέμα ἀρχοντ- → δείτε στον τύπο ἄρχοντας
→ και δείτε τη λέξη ἄρχω για θέματα με ἀρχ-



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀ˘ρχοντ-
ονομαστική ἄρχων οἱ ἄρχοντες
      γενική τοῦ ἄρχοντος τῶν ἀρχόντων
      δοτική τῷ ἄρχοντ τοῖς ἄρχουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἄρχοντ τοὺς ἄρχοντᾰς
     κλητική ! ἄρχων* ἄρχοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄρχοντε
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Το άλφα βραχύ, όπως στο μαρτυρημένο ουδέτερο #ἄρχον.
* Η κλητική ενικού, κατ'εξαίρεισιν, όπως της #Μετοχής με ωμέγα (παραβάλετε το επίθετο ἄκων).
Αργότερα, και με το αναμενόμενο όμικρον για ουσιαστικά (ὦ ἄρχον#μεσαιωνικό).
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄρχων < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ἄρχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω

Μετοχή

[επεξεργασία]
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀ˘ρχοντ-
ονομαστική ἄρχων ἄρχουσ τὸ ἄρχον
      γενική τοῦ ἄρχοντος τῆς ἀρχούσης τοῦ ἄρχοντος
      δοτική τῷ ἄρχοντ τῇ ἀρχούσ τῷ ἄρχοντ
    αιτιατική τὸν ἄρχοντ τὴν ἄρχουσᾰν τὸ ἄρχον
     κλητική ! ἄρχων ἄρχουσ ἄρχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄρχοντες αἱ ἄρχουσαι τὰ ἄρχοντ
      γενική τῶν ἀρχόντων τῶν ἀρχουσῶν τῶν ἀρχόντων
      δοτική τοῖς ἄρχουσῐ(ν) ταῖς ἀρχούσαις τοῖς ἄρχουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἄρχοντᾰς τὰς ἀρχούσᾱς τὰ ἄρχοντ
     κλητική ! ἄρχοντες ἄρχουσαι ἄρχοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἄρχοντε τὼ ἀρχούσ τὼ ἄρχοντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀρχόντοιν τοῖν ἀρχούσαιν τοῖν ἀρχόντοιν
Το άλφα βραχύ, όπως στο μαρτυρημένο ουδέτερο ἄρχον.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἄρχων, -ουσα, ον

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 134
    ἐπὶ δὲ Μήδων ἀρχόντων καὶ ἦρχε τὰ ἔθνεα ἀλλήλων, συναπάντων μὲν Μῆδοι καὶ τῶν ἄγχιστα οἰκεόντων σφίσι, οὗτοι δὲ αὖ τῶν ὁμούρων, οἱ δὲ μάλα τῶν ἐχομένων. κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον καὶ οἱ Πέρσαι τιμῶσι· προέβαινε γὰρ δὴ τὸ ἔθνος ἄρχον τε καὶ ἐπιτροπεῦον.
    Από τα χρόνια ακόμη που κυρίαρχοι ήταν οι Μήδοι, οι διάφοροι λαοί του βασιλείου εξουσίαζαν ο ένας τον άλλο: οι Μήδοι όλους, και ειδικότερα αυτούς που κατοικούσαν γύρω τους, κι οι τελευταίοι με τη σειρά τους τούς γείτονές τους. Με αυτό το αναλογικό σύστημα οι Πέρσες ρυθμίζουν την υπόληψή τους για τους άλλους ανθρώπους. Γιατί και με τους Μήδους ο κάθε λαός προοδευτικά εξουσίαζε και επετρόπευε τον γείτονά του.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄρχων, -οντος

  1. ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο άρχοντας, ο επικεφαλής, αυτός που ἄρχει
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος
  2. επίσημος τίτλος, αρχικά στην Αθήνα και στη Σπάρτη
    1. οἱ ἐννέα ἄρχοντες (ιδίως της Αθήνας), δηλαδή ο Ἄρχων ή ἐπώνυμος άρχων (που έδινε το όνομά του στη χρονιά), ο πολέμαρχος, ο βασιλεύς και οι έξη θεσμοθέτες
    2. οι έφοροι στη Σπάρτη
    3. οι κυβερνήτες περιοχών που ανήκαν στην Αθηναϊκή ή Δηλιακή Συμμαχία
    4. (ελληνιστική σημασία) ο διευθύνων συναγωγή στα πρώτα χριστιανικά χρόνια
    5. (ελληνιστική σημασία) ο ρωμαίος διοικητής (praefectus)
  3. → δείτε και το όνομα Ἄρχων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα ἀρχ-ων-

θέμα ἀρχοντ-

  • → και δείτε τη λέξη ἄρχω