Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄστρον

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: άστρο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄστρον τὰ ἄστρ
      γενική τοῦ ἄστρου τῶν ἄστρων
      δοτική τῷ ἄστρ τοῖς ἄστροις
    αιτιατική τὸ ἄστρον τὰ ἄστρ
     κλητική ! ἄστρον ἄστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄστρω
γεν-δοτ τοῖν  ἄστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄστρον < ἀστήρ Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄστρον ουδέτερο

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) τα αστέρια
  2. (στον ενικό) ο Σείριος