ἄσφακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άσφακτος, άσφαχτος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄσφακτος τὸ ἄσφακτον οἱ, αἱ ἄσφακτοι τὰ ἄσφακτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀσφάκτου τοῦ ἀσφάκτου τῶν ἀσφάκτων τῶν ἀσφάκτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀσφάκτῳ τῷ ἀσφάκτῳ τοῖς, ταῖς ἀσφάκτοις τοῖς ἀσφάκτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄσφακτον τὸ ἄσφακτον τοὺς, τὰς ἀσφάκτους τὰ ἄσφακτα
Κλητική ἄσφακτε ἄσφακτον ἄσφακτοι ἄσφακτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀσφάκτω
Γενική-Δοτική ἀσφάκτοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄσφακτος < ἀ- + σφάζω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄσφακτος