Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄτεκνος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: άτεκνος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄτεκνος < στερητικό ἄ- + τέκν(ον) + -ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἄτεκνος

  • άτεκνος, αυτός που δεν έχει αποκτήσει παιδιά