ἄωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Ας γίνει έλεγχος ξανά για τις σημασίες, τα γραμματικά γένη και ετυμολογίες για ἄωτος και ἄωτον. ‑‑Sarri.greek  | 12:01, 3 Μαρτίου 2023 (UTC).



Δείτε επίσης: άωτος, άωτον, ἄωτον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄωτος: → δείτε τη λέξη ἄωτον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουδέτερο ἄωτον ή αρσενικό ἄωτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄωτος οἱ ἄωτοι
      γενική τοῦ ἀώτου τῶν ἀώτων
      δοτική τῷ ἀώτ τοῖς ἀώτοις
    αιτιατική τὸν ἄωτον τοὺς ἀώτους
     κλητική ! ἄωτε ἄωτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀώτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἄωτος, -ου

  • αρσενικό, μορφή του ουδέτερου ἄωτον

Επίθετο[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄωτος τὸ ἄωτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀώτου τοῦ ἀώτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀώτ τῷ ἀώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄωτον τὸ ἄωτον
     κλητική ! ἄωτε ἄωτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄωτοι τὰ ἄωτ
      γενική τῶν ἀώτων τῶν ἀώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀώτοις τοῖς ἀώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀώτους τὰ ἄωτ
     κλητική ! ἄωτοι ἄωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀώτω τὼ ἀώτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀώτοιν τοῖν ἀώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἄωτος, -ος, -ον

  1. που δεν έχει αφτιά
  2. που δεν έχει βάσειςχερούλια) για να μπορεί να πιαστεί

Πηγές[επεξεργασία]