ἅλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἅλλομαι < ρίζα σαλ ( από το σαλ- προέκυψε το αλ- στο ποίο προστέθηκε το j το οποίο εν συννεχεία αφομοιώθηκε στο λ + -ομαι = αλλομαι)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἅλλομαι (μέσο αποθετικό ενεργ. διάθ.)
[επεξεργασία]
ομόηχα[επεξεργασία]
- στο ίδιο ρήμα είναι ομόηχοι τύποι ο παρατατικός του (ἡλλόμην) και ο αόριστος β΄ ἡλόμην
- ο παρατατικός του και ο αόριστος β΄ είναι παράλληλα ομόηχοι με τον παρατατικό του ἀλῶμαι (ἠλώμην) και με τον αόριστο β΄του αἱρούμαι (εἱλόμην)
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Απαρέμφατα-Μετοχές |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἅλλομαι | ἅλλεσθαι - ἁλλόμενος-μένη-μενον |
Παρατατικός | ἡλλόμην | |
Μέλλοντας | ἁλοῦμαι | ἁλεῖσθαι - ἁλούμενος-μένη-μενον |
Αόριστος | ἡλόμην και ἡλάμην | ἅλασθαι και ἁλέσθαι - ἁλάμενος και ἁλόμενος-μένη-μενον |