ἅλμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άλμη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἅλμη αἱ ἅλμαι
      γενική τῆς ἅλμης τῶν ἁλμῶν
      δοτική τῇ ἅλμ ταῖς ἅλμαις
    αιτιατική τὴν ἅλμην τὰς ἅλμᾱς
     κλητική ! ἅλμη ἅλμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἅλμ
γεν-δοτ τοῖν  ἅλμαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἅλμη < ἅλς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἅλμη, -ης θηλυκό

  1. θαλασσινό νερό
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 322 (322-323)
    ὀψὲ δὲ δή ῥ᾽ ἀνέδυ, στόματος δ᾽ ἐξέπτυσεν ἅλμην | πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν.
    Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη | (σαν χείμαρρος κελάρυσε καθώς του βγαίνει απ᾽ το κεφάλι),
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (για συντήρηση τροφίμων) αλμυρό νερό, άρμη
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 77.4
    ἰχθύων δὲ τοὺς μὲν πρὸς ἥλιον αὐήναντες ὠμοὺς σιτέονται, τοὺς δὲ ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους.
    Τα ψάρια τα τρώνε ωμά, άλλα ξεραμένα στον ήλιο, άλλα παστωμένα στην άρμη.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. (για κακή ποιότητα εδάφους) αλμυρότητα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 20.12
    καὶ ὁπόσα δὲ θεραπείας δεῖται ἡ γῆ, ὑγροτέρα γε οὖσα πρὸς τὸν σπόρον ἢ ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν, καὶ ταῦτα γιγνώσκουσι μὲν πάντες καὶ ὡς τὸ ὕδωρ ἐξάγεται τάφροις καὶ ὡς ἡ ἅλμη κολάζεται μιγνυμένη πᾶσι τοῖς ἀνάλμοις, καὶ ὑγροῖς [τε] καὶ ξηροῖς·
    Και πόση περιποίηση χρειάζεται το χώμα, όταν είναι πιο υγρό για τη σπορά ή πιο αλμυρό για το φύτεμα, και αυτά τα ξέρουν όλοι· και πώς βγαίνει το νερό με χαντάκια, και πώς μετριάζεται η αλμύρα, αν αναμειχθεί με όλα τα μη αλμυρά και τα υγρά και τα ξερά.
    Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. κρούστα αλατιού στο σώμα από το θαλασσινό νερό
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
  5. αλμυρότητα της θάλασσας, η ίδια η θάλασσα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]