ἅλυσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άλυσος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἅλυσος < αρχαία ελληνική ἅλυσις. Η τροπή σε δευτερόκλιτο (σε -ος) σχολιάζεται από τον Γεώργιο Χατζιδάκι, MNE B' 140. Δείτε και το νεοελληνικό λαϊκό αρσενικό, «ο άλυσος».

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἅλυσος θηλυκό, επίσης, τύπος αρσενικού

  • η αλυσίδα
    1. κόσμημα στο λαιμό
      άλλες μορφές: αρσενικό: ※ εἰς δὲ τὸ στῆθος του εἶχεν ὁλόχρυσον ἅλυσον (Διγενής, [χφ Άνδρου-Θεσσαλονίκης].38935[1]
       συνώνυμα: ἁλυσίδα
    2. για τις αλυσίδες, δεσμά της φυλακής
    3. αλυσίδα λιμανιού
       συνώνυμα: ἅλυσις

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

για το θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε τα παράγωγα των τύπων:

  1. ἁλυσίδα & ἁλυσίδιν
  2. ἅλυσις

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πηγές Κριαρά: Δ. Πασχάλης, Oι δέκα λόγοι του Διγενούς Aκρίτου, πεζή διασκευή [χφ Άνδρου-Θεσσαλονίκης], Λαογρ. 9 (1926/28) 305-440

Πηγές[επεξεργασία]