ἅλυσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἅλυσος < αρχαία ελληνική ἅλυσις. Η τροπή σε δευτερόκλιτο (σε -ος) σχολιάζεται από τον Γεώργιο Χατζιδάκι, MNE B' 140. Δείτε και το νεοελληνικό λαϊκό αρσενικό, «ο άλυσος».
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἅλυσος θηλυκό, επίσης, τύπος αρσενικού
- η αλυσίδα
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
για το θηλυκό
- της ἁλύσου (αιτιατική ενικού)
- τὴν ἅλυσον (αιτιατική ενικού)
- τὲς ἅλυσες (αιτιατική πληθυντικού, και ἁλυ?σες
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε τα παράγωγα των τύπων:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (καθαρεύουσα), θηλυκό ἅλυσος: η αλυσίδα
- ※ ἐνώ η περισφίγγουσα αυτοὺς ανθρωπίνη άλυσος καθίστατο τοσούτω στενή, ώστε και η αναπνοὴ αυτών ήρχιζε να στενοχωρήται (Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, Μέρος Γ, μεταγραφή σε μονοτονικό.)
[επεξεργασία]
- ↑ Πηγές Κριαρά: Δ. Πασχάλης, Oι δέκα λόγοι του Διγενούς Aκρίτου, πεζή διασκευή [χφ Άνδρου-Θεσσαλονίκης], Λαογρ. 9 (1926/28) 305-440
Πηγές[επεξεργασία]
- Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- άλυσος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)