ἆθλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἆθλος | ἄθλω | ἆθλοι |
Γενική | ἄθλου | ἄθλοιν | ἄθλων |
Δοτική | ἄθλῳ | ἄθλοιν | ἄθλοις |
Αιτιατική | ἆθλον | ἄθλω | ἄθλους |
Κλητική | ἆθλε | ἄθλω | ἆθλοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἆθλος < ἄεθλος ρίζα κοινή με το ἄεθλον και ἆθλον (το βραβείο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἆθλος αρσενικό