Ἀγρυλεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀγρυλεύς οἱ Ἀγρυλεῖς - Ἀγρυλῆς*
      γενική τοῦ Ἀγρυλέως τῶν Ἀγρυλέων
      δοτική τῷ Ἀγρυλεῖ τοῖς Ἀγρυλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀγρυλέ τοὺς Ἀγρυλέᾱς
     κλητική ! Ἀγρυλεῦ Ἀγρυλεῖς - Ἀγρυλῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγρυλ1 ή Ἀγρυλεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγρυλέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
Πληθυντικός: συναντάμε τον τύπο Ἀγρυλῆς και Ἀγρυλεῆς (σε επιγραφές). Δε μαρτυρείται τύπος σε -εῖς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀγρυλεύς < Ἀγρυλ(ή) + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ἀγρυλεύς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται έλεγχος στον πληθυντικό)

Πηγές[επεξεργασία]