Ἀδωνιάζουσαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀδωνιάζουσαι < Ἀδωνιάζω

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἀδωνιάζουσαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
  • οι γυναίκες που συμμετείχαν και θρηνούσαν στα Ἀδώνια