Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ἀκραιφιάς

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀκραιφιάς αἱ Ἀκραιφιάδες
      γενική τῆς Ἀκραιφιάδος τῶν Ἀκραιφιάδων
      δοτική τῇ Ἀκραιφιάδ ταῖς Ἀκραιφιάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀκραιφιάδ τὰς Ἀκραιφιάδᾰς
     κλητική ! Ἀκραιφιάς Ἀκραιφιάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀκραιφιάδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀκραιφιάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀκραιφιάς < Ἀκραιφί(α) + -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ἀκραιφιάς θηλυκό