Ἀμασεώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμασεώτης οἱ Ἀμασεῶται
      γενική τοῦ Ἀμασεώτου τῶν Ἀμασεωτῶν
      δοτική τῷ Ἀμασεώτ τοῖς Ἀμασεώταις
    αιτιατική τὸν Ἀμασεώτην τοὺς Ἀμασεώτᾱς
     κλητική ! Ἀμασεῶτ Ἀμασεῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμασεώτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμασεώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀμασεώτης < Ἀμάσεια + -ώτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ἀμασεώτης αρσενικό