Ἀμβρόσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αμβρόσιος, ἀμβρόσιος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμβρόσιος οἱ Ἀμβρόσιοι
      γενική τοῦ Ἀμβροσίου τῶν Ἀμβροσίων
      δοτική τῷ Ἀμβροσί τοῖς Ἀμβροσίοις
    αιτιατική τὸν Ἀμβρόσιον τοὺς Ἀμβροσίους
     κλητική ! Ἀμβρόσιε Ἀμβρόσιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμβροσίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμβροσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀμβρόσιος < αρχαία ελληνική ἀμβρόσιος < ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἀμβρόσιος αρσενικό (θηλυκό Ἀμβροσία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἄμβροτος

Πηγές[επεξεργασία]