Ἀμστελόδαμον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἀμστελόδαμον | ||||||
γενική | τοῦ | Ἀμστελοδάμου | ||||||
δοτική | τῷ | Ἀμστελοδάμῳ | ||||||
αιτιατική | τὸ | Ἀμστελόδαμον | ||||||
κλητική ὦ! | Ἀμστελόδαμον | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ἀμστελόδαμον < (άμεσο δάνειο) λατινική Amstelodamum
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ἀμστελόδαμον ουδέτερο
- το Άμστερνταμ
- ※ Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν, ἄνθρωπος μὲ πείραν καὶ νοῦν πολύν, διέτριψεν ἐπὶ ἔτη πολλὰ εἰς Ἀμστελόδαμον ἐμπορευόμενος […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ἀμστελόδαμον
|