Ἀμφοτερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀμφοτερός < ἀμφί + έτερος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἀμφοτερός αρσενικό