Ἀντικυρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀντικυρικός Ἀντικυρική τὸ Ἀντικυρικόν
      γενική τοῦ Ἀντικυρικοῦ τῆς Ἀντικυρικῆς τοῦ Ἀντικυρικοῦ
      δοτική τῷ Ἀντικυρικ τῇ Ἀντικυρικ τῷ Ἀντικυρικ
    αιτιατική τὸν Ἀντικυρικόν τὴν Ἀντικυρικήν τὸ Ἀντικυρικόν
     κλητική ! Ἀντικυρικέ Ἀντικυρική Ἀντικυρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀντικυρικοί αἱ Ἀντικυρικαί τὰ Ἀντικυρικᾰ́
      γενική τῶν Ἀντικυρικῶν τῶν Ἀντικυρικῶν τῶν Ἀντικυρικῶν
      δοτική τοῖς Ἀντικυρικοῖς ταῖς Ἀντικυρικαῖς τοῖς Ἀντικυρικοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀντικυρικούς τὰς Ἀντικυρικᾱ́ς τὰ Ἀντικυρικᾰ́
     κλητική ! Ἀντικυρικοί Ἀντικυρικαί Ἀντικυρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀντικυρικώ τὼ Ἀντικυρικᾱ́ τὼ Ἀντικυρικώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀντικυρικοῖν τοῖν Ἀντικυρικαῖν τοῖν Ἀντικυρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀντικυρικός < Ἀντίκυρ(α) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

Ἀντικυρικός, -ή, -όν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]