Ἀριασσός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀριασσός | οἱ | Ἀριασσοί | ||||
| γενική | τοῦ | Ἀριασσοῦ | τῶν | Ἀριασσῶν | ||||
| δοτική | τῷ | Ἀριασσῷ | τοῖς | Ἀριασσοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ἀριασσόν | τοὺς | Ἀριασσούς | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀριασσέ | Ἀριασσοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀριασσώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀριασσοῖν | ||||||
| Κανονικά στον ενικό | ||||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ἀριασσός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἀριασσός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- πόλη της Καβαλίας, στην Πισιδία που συνόρευε με την Παμφυλία[1] → δείτε το τοπωνύμιο Αριασσός
- ※ Καβαλίας δε πόλεις [...] Ἀριασσός (Πτολεμαίος, Γεωγραφία 5.5.6. @books.google Claudii Ptolemaei Geographia, Τόμος 2, Caroli Tauchnitii, 1845
Αναφορές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Ἀριασσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κύρια ονόματα με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Πόλεις της Ασίας (ελληνιστική κοινή)
- Πόλεις (ελληνιστική κοινή)
- Τοπωνύμια της Ασίας (ελληνιστική κοινή)
- Τοπωνύμια (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)