Ἀσκληπίειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ Ἀσκληπίειος | τὸ Ἀσκληπίειον | οἱ, αἱ Ἀσκληπίειοι | τὰ Ἀσκληπίεια |
Γενική | τοῦ, τῆς Ἀσκληπιείου | τοῦ Ἀσκληπιείου | τῶν Ἀσκληπιείων | τῶν Ἀσκληπιείων |
Δοτική | τῷ, τῇ Ἀσκληπιείῳ | τῷ Ἀσκληπιείῳ | τοῖς, ταῖς Ἀσκληπιείοις | τοῖς Ἀσκληπιείοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν Ἀσκληπίειον | τὸ Ἀσκληπίειον | τοὺς, τὰς Ἀσκληπιείους | τὰ Ἀσκληπίεια |
Κλητική | Ἀσκληπίειε | Ἀσκληπίειον | Ἀσκληπίειοι | Ἀσκληπίεια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | Ἀσκληπιείω | |||
Γενική-Δοτική | Ἀσκληπιείοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ἀσκληπίειος < αρχαία ελληνική Ἀσκληπιός + -ειος
Επίθετο[επεξεργασία]
Ἀσκληπίειος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με τον Ασκληπιό, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) τὰ Ἀσκληπίεια: (θρησκεία) γιορτές προς τιμήν του Ασκληπιού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Ἀσκληπιός