Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ἀτταλειώτης

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀτταλειώτης < Ἀττάλει(α) + -ώτης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἀτταλειώτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) που κατοικεί ή κατάγεται από την Αττάλεια
  2. ανδρικό επώνυμο

Συγγενικά

[επεξεργασία]