Ἄκτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄκτωρ, Άκτωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἄκτωρ οἱ Ἄκτορες
      γενική τοῦ Ἄκτορος τῶν Ἀκτόρων
      δοτική τῷ Ἄκτορ τοῖς Ἄκτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἄκτορ τοὺς Ἄκτορᾰς
     κλητική ! ...?...ορ Ἄκτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἄκτορε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀκτόροιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἄκτωρ < ἄκτωρ (που οδηγεί, αρχηγός) < ἄγω [ᾰ] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἄκτωρ αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]