Ἅστιγξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ἅστιγξ < εξελληνισμένη μορφή από την αγγλική Hastings· από το επώνυμο του Βρετανού αξιωματικού του ναυτικού και φιλέλληνα Frank Hastings (Φρανκ Χέιστινγκς), 1794–1828)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ἅστιγξ αρσενικό (καθαρεύουσα στη γενική: του Ἅστιγγος)