ἐγγιστιάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐγγιστιάριος αρσενικό
- υπάλληλος της αυλής των Βυζαντινών, με αντικείμενο να ελέγχει ποιοί θα προσεγγίσουν τον αυτοκράτορα ή μόνον να σηκώνει την κουρτίνα που χώριζε το χώρο του βασιλιά από τον προθάλαμο των επισκεπτών του ή των καλεσμένων του σε δείπνο