Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἐγκέφαλος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εγκέφαλος
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐγκέφαλος τὸ ἐγκέφαλον
      γενική τοῦ/τῆς ἐγκεφάλου τοῦ ἐγκεφάλου
      δοτική τῷ/τῇ ἐγκεφάλ τῷ ἐγκεφάλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐγκέφαλον τὸ ἐγκέφαλον
     κλητική ! ἐγκέφαλε ἐγκέφαλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐγκέφαλοι τὰ ἐγκέφαλ
      γενική τῶν ἐγκεφάλων τῶν ἐγκεφάλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐγκεφάλοις τοῖς ἐγκεφάλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐγκεφάλους τὰ ἐγκέφαλ
     κλητική ! ἐγκέφαλοι ἐγκέφαλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐγκεφάλω τὼ ἐγκεφάλω
      γεν-δοτ τοῖν ἐγκεφάλοιν τοῖν ἐγκεφάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐγκέφαλος < (ἐν-) ἐγ- + κεφαλ(ή) + -ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐγκέφαλος, -ος, -ον

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐγκέφαλος οἱ ἐγκέφαλοι
      γενική τοῦ ἐγκεφάλου τῶν ἐγκεφάλων
      δοτική τῷ ἐγκεφάλ τοῖς ἐγκεφάλοις
    αιτιατική τὸν ἐγκέφαλον τοὺς ἐγκεφάλους
     κλητική ! ἐγκέφαλε ἐγκέφαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐγκεφάλω
γεν-δοτ τοῖν  ἐγκεφάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐγκέφαλος, -ου αρσενικό

  1. (ανατομία) ο εγκέφαλος, το μυαλό (ως ουσία)
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1276
    [ΣΤΡ.] τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς.
    [ΣΤΡ.] Σάλεψε το μυαλό σου, εγώ νομίζω.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
      2ος κε αιώνας Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 1.2.75, p.179 @scaife.perseus
    τὸ δὲ παραλέγειν, ὅπερ ἐστὶ παρὰ τὰ κατὰ φύσιν λέγειν, τουτέστι παραφρονεῖν, βεβλαμμένον δηλοῖ τὸν ἐγκέφαλον.
  2. ψίχα νεαρών φοινίκων
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 2, 3.16
    ἐνταῦθα καὶ τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος πρῶτον ἔφαγον οἱ στρατιῶται, καὶ οἱ πολλοὶ ἐθαύμασαν τό τε εἶδος καὶ τὴν ἰδιότητα τῆς ἡδονῆς.
    Τότε για πρώτη φορά έφαγαν οι στρατιώτες και την ψίχα της χουρμαδιάς, που η μορφή και ιδιαίτερη νοστιμάδα της προξένησε σ᾽ όλους το θαυμασμό.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greeklanguage.gr

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

ἐγκέφαλος (αρχαία ελληνικά)

κοπτικά: ⲁⲛⲅⲉⲫⲁⲗⲟⲥ (angephalos)
μεσαιωνικά ελληνικά: ἐγκέφαλος
νέα ελληνικά: εγκέφαλος