ἐγκέφαλος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐγκέφαλος < (ἐν-) ἐγ- + κεφαλ(ή) + -ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-
Επίθετο
[επεξεργασία]ἐγκέφαλος, -ος, -ον
- που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐγκέφαλος | οἱ | ἐγκέφαλοι |
γενική | τοῦ | ἐγκεφάλου | τῶν | ἐγκεφάλων |
δοτική | τῷ | ἐγκεφάλῳ | τοῖς | ἐγκεφάλοις |
αιτιατική | τὸν | ἐγκέφαλον | τοὺς | ἐγκεφάλους |
κλητική ὦ! | ἐγκέφαλε | ἐγκέφαλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγκεφάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐγκεφάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐγκέφαλος, -ου αρσενικό
- (ανατομία) ο εγκέφαλος, το μυαλό (ως ουσία)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 347 (345-347)
- Ἰδομενεὺς δ᾽ Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ | νύξε· τὸ δ᾽ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε | νέρθεν ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο, κέασσε δ᾽ ἄρ᾽ ὀστέα λευκά·
- Στο στόμα τον Ερύμαντα βαρεί με το κοντάρι | ο Ιδομενεύς, κι επέρασεν η λόγχη ως αποκάτω | του εγκεφάλου κι έσπασε τα άσπρα κόκαλά του·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἰδομενεὺς δ᾽ Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ | νύξε· τὸ δ᾽ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε | νέρθεν ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο, κέασσε δ᾽ ἄρ᾽ ὀστέα λευκά·
- 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 85
- ἀλγήσας δ᾽ ἀνέπαλτο, βέλος δ᾽ εἰς ἐγκέφαλον δῦ,
- και η λόγχη στον εγκέφαλον εμπήχθη και απ΄ τον πόνον οπίσ᾽ ορθός σηκώθηκε.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλγήσας δ᾽ ἀνέπαλτο, βέλος δ᾽ εἰς ἐγκέφαλον δῦ,
- 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 347 (345-347)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1276
- [ΣΤΡ.] τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς.
- [ΣΤΡ.] Σάλεψε το μυαλό σου, εγώ νομίζω.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΣΤΡ.] τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 1.2.75, p.179 @scaife.perseus
- τὸ δὲ παραλέγειν, ὅπερ ἐστὶ παρὰ τὰ κατὰ φύσιν λέγειν, τουτέστι παραφρονεῖν, βεβλαμμένον δηλοῖ τὸν ἐγκέφαλον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- ψίχα νεαρών φοινίκων
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 2, 3.16
- ἐνταῦθα καὶ τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος πρῶτον ἔφαγον οἱ στρατιῶται, καὶ οἱ πολλοὶ ἐθαύμασαν τό τε εἶδος καὶ τὴν ἰδιότητα τῆς ἡδονῆς.
- Τότε για πρώτη φορά έφαγαν οι στρατιώτες και την ψίχα της χουρμαδιάς, που η μορφή και ιδιαίτερη νοστιμάδα της προξένησε σ᾽ όλους το θαυμασμό.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐνταῦθα καὶ τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος πρῶτον ἔφαγον οἱ στρατιῶται, καὶ οἱ πολλοὶ ἐθαύμασαν τό τε εἶδος καὶ τὴν ἰδιότητα τῆς ἡδονῆς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 2, 3.16
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀνεγκέφαλος
- ἐγκεφαλαίωμα
- ἐγκεφάλιον
- ἐγκεφαλίς
- ἐγκεφαλίτης
- ἐγκεφαλίτις
- παρεγκεφαλίς
- → και δείτε τη λέξη κεφαλή
Απόγονοι
[επεξεργασία]ἐγκέφαλος (αρχαία ελληνικά)
- ↷ κοπτικά: ⲁⲛⲅⲉⲫⲁⲗⲟⲥ (angephalos)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἐγκέφαλος
- ⇘ νέα ελληνικά: εγκέφαλος
Πηγές
[επεξεργασία]- ἐγκέφαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐγκέφαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἐγ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Γαληνό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)