ἐγκαλλωπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐγκαλλωπίζω, τύπος ενεργητικής φωνής < ελληνιστική κοινή ἐγκαλλωπίζομαι < αρχαία ελληνική (ἐν) ἐγ- + κάλλος + ὤψ

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐγκαλλωπίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

νέα ελληνικά

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]