ἐγκύπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εγκύπτω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἐγκύπτω < ἐν + κύπτω

ἐγκύπτω

  • ...