ἐδώδιμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ἐδώδιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἐδώδιμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐδώδιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό