ἐθνεγερτήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐθνεγερτήριον | τὰ | ἐθνεγερτήρια | ||||
γενική | τοῦ | ἐθνεγερτηρίου | τῶν | ἐθνεγερτηρίων | ||||
δοτική | τῷ | ἐθνεγερτηρίῳ | τοῖς | ἐθνεγερτηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἐθνεγερτήριον | τὰ | ἐθνεγερτήρια | ||||
κλητική ὦ! | ἐθνεγερτήριον | ἐθνεγερτήρια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐθνεγερτήριον < εθνεγερσία, εθνεγέρτης + -τήριον
- Λέξη που πλάσθηκε από τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη το 1869 [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐθνεγερτήριον ουδέτερο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ἐθνεγερτήριον
|
[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 324, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου