ἐκεχειρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκεχειρία < ἔχω + χείρ (συγκρατώ τα χέρια μου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐκεχειρία θηλυκό