ἐκκολάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκκολάπτω < ἐκ + κολάπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐκκολάπτω

  • τσιμπώ ή τρυπάω το αυγό ώστε να βγει ο νεοσσός που έχει ήδη δημιουργηθεί μέσα