ἐκκρεμής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐκκρεμής τὸ ἐκκρεμές οἱ, αἱ ἐκκρεμεῖς τὰ ἐκκρεμ
Γενική τοῦ, τῆς ἐκκρεμοῦς τοῦ ἐκκρεμοῦς τῶν ἐκκρεμῶν τῶν ἐκκρεμῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἐκκρεμεῖ τῷ ἐκκρεμεῖ τοῖς, ταῖς ἐκκρεμέσι(ν) τοῖς ἐκκρεμέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐκκρεμ τὸ ἐκκρεμές τοὺς, τὰς ἐκκρεμεῖς τὰ ἐκκρεμ
Κλητική ἐκκρεμές ἐκκρεμές ἐκκρεμεῖς ἐκκρεμ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐκκρεμεῖ
Γενική-Δοτική ἐκκρεμοῖν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκκρεμής < ἐκ + κρεμάννυμι

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐκκρεμής, -ής, -ές

  • που κρέμεται από κάτι