ἐκλαμβάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐκλαμβάνω
- παίρνω κάτι από κάποιον άλλον
- συλλαμβάνω και μεταφέρω
- δέχομαι κάτι
- εκλαμβάνω, κατανοώ με έναν ορισμένο τρόπο
- επιλέγω
- αναλαμβάνω ένα ορισμένο έργο
- προσλαμβάνω κάποιον