ἐκρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκρέω < ἐκ + ῥέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐκρέω

  1. εκβάλλω,
    • κωλύοντας ἐς θάλασσαν ἐκρέειν τὸν Νεῖλον : εμποδίζοντας το Νείλο να εκβάλει στη θάλασσα (Ηρόδοτος 2.20)
  2. αναβλύζω, εκρέω, χύνομαι έξω, εκκρίνομαι
    κρήνην ἐκρέουσαν εἰς τὴν πόλιν ὥσθ᾽ ἱκανῶς ἀπ᾽ αὐτῆς ὑδρεύεσθαι
    ἄφωνός τὲ γίνεται καὶ πνίγεται, καὶ ἀφρὸς ἐκ τοῦ στόματος ἐκρέει
    ἐκρυέντος τοῦ πύου
  3. ρίχνω τα φύλλα μου (για δέντρα),τους καρπούς μου, τα φτερά μου (για τα πτηνά), πέφτουν τρίχες από τα μαλλιά μου,
    ἐξερρύηκε τὰ πτερά
  4. (μεταφορικά) εξαφανίζομαι, φεύγω και χάνομαι
    καὶ τὸ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς δὴ γελοῖον ἐξερρύη ὑπὸ τοῦ ἐν τοῖς λόγοις μηνυθέντος ἀρίστου : και το γέλιο χάθηκε μπροστά στο άριστο που αποκάλυψε η λογική (Πλάτωνας, Πολιτεία, 5.452d)
    ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων : ξεχάστηκαν τα λόγια του Θεμιστοκλή από τους Έλληνες, χάθηκαν από τη μνήμη τους (Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 12)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • απαντούν οι τύποι: μέλλοντα ἐκρεύσομαι, παρακείμενος ἐξερρύηκα, αόριστος ἐξερρύα και αόριστος β΄ παθητικός αλλά με ενεργητική διάθεση ἐξερρύην

Συγγενικά[επεξεργασία]