ἐκτίθημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐντίθημι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκτίθημι < ἐκ + τίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐκτίθημι

  1. εκθέτω, τοποθετώ έξω, εκθέτω σε κοινή θέα δημοσίως, συνήθως προς πώληση
  2. αποβιβάζω
  3. αποσαφηνίζω, εξηγώ κάτι
  4. Στη μέση φωνή, ἐκτίθεμαι: μετακομίζω, εξηγώ τι εννοώ, μετακινούμαι


Συγγενικά[επεξεργασία]