ἐκτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκτομή

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκτομή < ἐκ- + -τομή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐκτομή θηλυκό