ἐκχρηματίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἐκχρηματίζομαι < ἐκ και χρηματίζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐκχρηματίζομαι
- βγάζω χρήματα από κάποιον, κάτι
ἐκχρηματίζομαι < ἐκ και χρηματίζομαι
ἐκχρηματίζομαι