ἐκ τῶν ἐνόντων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκ των ενόντων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκ τῶν ἐνόντων < → δείτε τις λέξεις ἐκ, τῶν και ἐνόντων γενική πληθυντικού αρσενικού ή ουδέτερου της μετχοχής ενεστώτα ἐνών του ρήματος ἔνειμι (είμαι παρών, βρίσκομαι εντός)

Έκφραση[επεξεργασία]

ἐκ τῶν ἐνόντων