ἐλάα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλάα < ἐλαία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐλάα θηλυκό

  1. η ελιά, το ελαιόδεντρο
  2. η ελιά, ο καρπός του ελαιόδεντρου