ἐλάττων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐλάττων τὸ ἔλαττον
      γενική τοῦ/τῆς ἐλάττονος τοῦ ἐλάττονος
      δοτική τῷ/τῇ ἐλάττον τῷ ἐλάττον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐλάττον - ἐλάττω τὸ ἔλαττον
     κλητική ! ἔλαττον ἔλαττον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐλάττονες - ἐλάττους τὰ ἐλάττον - ἐλάττω
      γενική τῶν ἐλαττόνων τῶν ἐλαττόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐλάττoσῐ(ν) τοῖς ἐλάττoσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐλάττονᾰς - ἐλάττους τὰ ἐλάττον - ἐλάττω
     κλητική ! ἐλάττονες - ἐλάττους ἐλάττον - ἐλάττω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλάττονε τὼ ἐλάττονε
      γεν-δοτ τοῖν ἐλαττόνοιν τοῖν ἐλαττόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βελτίων' όπως «βελτίων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλάττων < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐλάττων, -ων, ἔλαττον