ἐλάχιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐλάχιστος, -η, -ον, συγκριτικός : ἐλαχιστότερος, υπερθετικός : ἐλαχιστότατος
- χρήση ως υπερθετικός βαθμός του ἐλαχύς, του ελάσσων ελάχιστος
- πολύ μικρός, πολύ λίγος
- (για χρόνο) πολύ σύντομος
Παράγωγα[επεξεργασία]
- τα παραθετικά, νεότερες μορφές
- «τὸ ἐλάχιστον» > τοὐλάχιστον
- ἐλαχιστάκις
- ἐλαχιστιαῖος
- ἐλαχιστότης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐλάχιστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλάχιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιστος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)