ἐλέησον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἐλέησον

  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐλεῶ
→ δείτε τη λέξη  ἐλεῶ