ἐλαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐλαίᾱ | αἱ | ἐλαῖαι |
γενική | τῆς | ἐλαίᾱς | τῶν | ἐλαιῶν |
δοτική | τῇ | ἐλαίᾳ | ταῖς | ἐλαίαις |
αιτιατική | τὴν | ἐλαίᾱν | τὰς | ἐλαίᾱς |
κλητική ὦ! | ἐλαίᾱ | ἐλαῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλαίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλαίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐλαία < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *elaíwā απ' όπου και η μυκηναϊκή 𐀁𐀨𐀷 (e-ra-wa). Μάλλον δάνειο μεσογειακής, προελληνικής πηγής το οποίο έδωσε και την παλαιά αρμενική եւղ (ewł)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐλαίᾱ θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ἐλαιολόγος : εκείνος που συλλέγει ελιές
- ἐλαιοπώλης
- ἐλαιοφόρος
- ἐλαιοφυής,ής, ές και ελαιόφυτος,ος, ον : περιοχή κατάφυτη από ελιές
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἐκτός τῶν ἐλαιῶν : εκτός τόπου και χρόνου, εκτός θέματος, υπερβολικά (επειδή εκεί που τελείωνε το αθηναϊκό στάδιο υπήρχε πυκνός ελαιώνας σαν όριο)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐλαία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλαία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δέντρα (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)