ἐλαπρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλαπρός < ἐλαφρός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐλαπρός

  • ελαφρύς (βαρβαρισμός του ἐλαφρός στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη [1])
    ὡς ἐλαπρός, ὥσπερ ψύλλο κατὰ τὸ κῴδιο
    σαν ελαφρός, σαν τον ψύλλο στην προβιά
    (Θεσμοφοριάζουσαι, 1180, Αριστοφάνης)