ἐλελίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ἐλελίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐλελίζω

  1. περιστρέφω, στριφογυρίζω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 314 (313-314)
    Ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾽ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾽ ἄκρης, | δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.
    Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του | σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (για στρατό) συναθροίζω, συγκεντρώνω, αναγκάζω να στραφεί και ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό
  3. σείω, τραντάζω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 199 (198-199)
    Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη, | σείσατο δ᾽ εἰνὶ θρόνῳ, ἐλέλιξε δὲ μακρὸν Ὄλυμπον,
    Στο καύχημά του εθύμωσεν η Ήρα κι εταράχθη | στον θρόνον η σεπτή θεά και ο Όλυμπος εσείσθη.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές
  5. (στη μέση και παθητική φωνή) (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιελίσσομαι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 39 (38-40)
    αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτοῦ | κυάνεος ἐλέλικτο δράκων, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν | τρεῖς ἀμφιστρεφέες, ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυυῖαι.
    και δράκοντας επάνω | εστρέφετο από χάλυβα, και τρεις από τον μόνον | λαιμόν φυτρώνουν κεφαλές αντίστροφα γυρμένες.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  6. (στην παθητική φωνή) τρέμω, τρεμοσβήνω
  7. (στην παθητική φωνή) (για στρατό) συγκεντρώνομαι, στρέφομαι εναντίον του εχθρού
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 497 (497-498)
    οἱ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν· | Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν.
    Στρέψαν κι ενάντια στήθηκαν των Αχαιών οι Τρώες | κι οι Αργείοι τους απάντησαν πυκνοί και δεν δειλιάσαν,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ἐλελίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐλελίζω

  1. υψώνω την ιαχή του πολέμου
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 2.14
    ἐπεὶ δ᾽ ἐπαιάνισαν καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο, ἅμα τε τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλέλιξαν καὶ ἔθεον δρόμῳ οἱ ὁπλῖται,
    Τότε έψαλαν τον παιάνα, ήχησε η σάλπιγγα, αλάλαξαν για να τιμήσουν τον Ενυάλιο, κι άρχισαν να τρέχουν γρήγορα οι οπλίτες.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  2. βγάζω κραυγή πόνου, θρηνώ
  3. (στη μέση φωνή) (για αηδόνι) κελαηδώ λυπημένα

Πηγές[επεξεργασία]