ἐλευθεριότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐλευθεριοτ-
ονομαστική ἐλευθεριότης οἱ ἐλευθεριότητες
      γενική τοῦ ἐλευθεριότητος τῶν ἐλευθεριοτήτων
      δοτική τῷ ἐλευθεριότητ τοῖς ἐλευθεριότησ(ν)
    αιτιατική τὸν ἐλευθεριότητ τοὺς ἐλευθεριότητᾰς
     κλητική ! ἐλευθεριότης ἐλευθεριότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλευθεριότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἐλευθεριοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλευθεριότης < ἐλευθέριο(ς) + -της < ἐλεύθερος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ελευθεριότητα, (καθαρεύουσα) ἐλευθεριότης (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐλευθεριότης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]