ἐμφέρω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ἐμφέρω
- φέρνω μέσα, εισφέρω
- φέρω, κουβαλάω μαζί μου, μέσα μου
- γεννιέμαι ή κυοφορούμαι
- περιέχομαι, περιλαμβάνομαι
- δίνω λογαριασμό