ἐνάγοντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ενάγοντος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

ἐνάγοντος

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του ἐνάγων
  2. (ουδέτερο) γενική ενικού του ἐνάγον

Δείτε επίσης[επεξεργασία]