ἐναίσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐναίσιμος τὸ ἐναίσιμον οἱ, αἱ ἐναίσιμοι τὰ ἐναίσιμα
Γενική τοῦ, τῆς ἐναισίμου τοῦ ἐναισίμου τῶν ἐναισίμων τῶν ἐναισίμων
Δοτική τῷ, τῇ ἐναισίμῳ τῷ ἐναισίμῳ τοῖς, ταῖς ἐναισίμοις τοῖς ἐναισίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐναίσιμον τὸ ἐναίσιμον τοὺς, τὰς ἐναισίμους τὰ ἐναίσιμα
Κλητική ἐναίσιμε ἐναίσιμον ἐναίσιμοι ἐναίσιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐναισίμω
Γενική-Δοτική ἐναισίμοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐναίσιμος < ἐν + αἶσα + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐναίσιμος, -ος, -ον

  1. που έχει καθοριστεί από τη μοίρα, μοιραίος
  2. βοηθός, πρόσφορος, κατάλληλος
  3. πρέπων
  4. δίκαιος
  5. ((ελληνιστική κοινή)) που προμηνύει κάτι καλό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]