ἐνδείκνυμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐνδείκνυμι και ἐνδεικνύω
- δείχνω, φανερώνω, υποδεικνύω, καταγγέλλω, καταμηνύω
- μέσο, ἐνδείκνυμαι : αποτείνω το λόγο, εξηγώ, απολογούμαι, αποδεικνύω
- δείχνω προθυμία, προθυμοποιούμαι
- κάνω επίδειξη
- πουλάω εκδούλευση
Συγγενικά[επεξεργασία]
ἐνδεικτικός ἔνδειξις, -εως